αδυνάστευτος

αδυνάστευτος
-η, -ο (Μ ἀδυνάστευτος, -ον) [δυναστεύω]
αυτός που δεν δυναστεύεται, ο πολιτικά ή ψυχικά ελεύθερος
νεοελλ.
αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, ο φιλελεύθερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδυνάστευτος — η, ο αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, αδούλωτος: Είχε δείξει πολλές φορές πως ήταν λαός αδυνάστευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”